Επικοινωνήστε μαζί μας.

Στείλτε μας φωτογραφίας, ειδήσεις , αξιόλογες προτάσεις, προβλήματα στη γειτονιά σας, ανοιχτές επιστολές.... Τώρα έχεις το δικό σου βήμα. Η φωνή σου ακούγεται!
prothselida@gmail.com

fb pop

“Έπρεπε να τιμωρηθεί η άρνηση Χριστόφια να καταθέσει”

Λίγες ώρες μετά την επίσημη δημοσιοποίηση του πορίσματος της Ερευνητικής Επιτροπής για την οικονομία, ο γενικός εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης έκρινε ότι η άρνηση του τέως προέδρου Δημήτρη Χριστόφια να συμμορφωθεί στις... οδηγίες της Επιτροπής και να καταθέσει προφορικά ενώπιον της «θα μπορούσε και θα έπρεπε να τύχει χειρισμού από την ίδια την Επιτροπή και να του επιβληθεί χρηματική ποινή».

Παρόλο που η επιβολή χρηματικού προστίμου συνιστά, είπε ο γενικός εισαγγελέας, ποινικής φύσεως κύρωση, «εντούτοις η επιβολή της καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με τη δυνατότητα ή μη της Επιτροπής να αποδώσει ποινικές ευθύνες στο πόρισμα της».

Όπως αναφέρει σε γνωμάτευση του ο κ. Κληρίδης, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία ενέργεια και παρέπεμψε το θέμα στο Γενικό Εισαγγελέα, «ο οποίος δεν δικαιολογείται εκ των υστέρων να ασκήσει οποιαδήποτε εξουσία για ποινική δίωξη σε σχέση με την ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές».

Η Ερευνητική Επιτροπή συστάθηκε τον Μάρτιο με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του προέδρου Αναστασιάδη για να διερευνήσει την κατάσταση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος από το 2008 μέχρι και τον Φεβρουάριο, όταν η Κύπρος οδηγήθηκε σε μνημόνιο με επαχθείς όρους για να αποφύγει τον κίνδυνο μιας «ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας».

Ο κ. Χριστόφιας κλήθηκε από την Επιτροπή να καταθέσει περί τα τέλη Αυγούστου. Αρχικά ζήτησε αναβολή, που δεν του δόθηκε, και όταν προσήλθε στην Επιτροπή ήθελε να αναγνώσει μακροσκελές υπόμνημα και να απαντήσει γραπτώς σε άλλη συνεδρία στις ερωτήσεις της Επιτροπής. Τελικά , ο κ. Χριστόφιας αποχώρησε από την Επιτροπή, λέγοντας χαρακτηριστικά δεν ήταν «ο οποιοσδήποτε μάρτυρας».

Για τον λόγο αυτό ο γενικός εισαγγελέας υπέδειξε την αναγκαιότητα οι μάρτυρες, οι οποίοι καλούνται για να καταθέσουν ενώπιον Ερευνητικών Επιτροπών, να επιδεικνύουν τον πρέποντα σεβασμό και «μη επιζητούν την επίδειξη προς αυτούς οποιασδήποτε ιδιαίτερης ή διαφορετικής μεταχείρισης, λόγω υφιστάμενου ή πρότερα κατεχόμενου αξιώματος, όσο υψηλό και να είναι τούτο».

Ο κ. Κληρίδης πρόσθεσε ότι στην απόφαση του δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς, που περιέχονται σε επιστολή των δικηγόρων του κ. Χριστόφια, η οποία εστάλη στον προκάτοχο του και στην οποία εγείρεται θέμα παράνομης συγκρότησης της Ερευνητικής Επιτροπής.

Αντιδράσεις κομμάτων

Η ΕΔΕΚ ανακοίνωσε ότι πριν της επιρρίψει ευθύνες η Ερευνητική Επιτροπή θα έπρεπε να την είχε καλέσει να καταθέσει, διότι αυτό επιβάλουν οι στοιχειώδεις κανόνες δικαίου.

Σύμφωνα με την ΕΔΕΚ «δεν γίνεται ισορροπημένη αναφορά στα αίτια που οδήγησαν στην κρίση και δεν ικανοποιείται το περί δικαίου αίσθημα του λαού». Αποδίδονται, προσέθεσε, μόνο πολιτικές ευθύνες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα Ερευνητικών Επιτροπών ή Δικαστικών.

Ωστόσο, καταλήγει η ΕΔΕΚ, το πόρισμα θα πρέπει να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση της πλήρους διαλεύκανσης της υπόθεσης.

Το διορισμό ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών ζήτησε η Συμμαχία Πολιτών, διότι, όπως υποστηρίζει, «ευθύνες για τη δεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε η οικονομία του τόπου, φέρουν και οι πρώην και οι νυν κυβερνώντες».

Ο πρόεδρος της Συμμαχίας Πολιτών, Γιώργος Λιλλήκας, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «εκμεταλλεύεται πολιτικά το πόρισμα, τακτική την οποία χρησιμοποιεί και στο υπό διερεύνηση σκάνδαλο της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου».

Την διαδικασία που ακολούθησε η Ερευνητική Επιτροπή επέκρινε και ο σύμβουλός της, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου καθηγητής χρηματοοικονομικών Σταύρος Ζένιος, ο οποίος χαρακτήρισε «απλουστευτική» την απόδοση ευθυνών στον τέως πρόεδρο Δ. Χριστόφια.

Ο κ. Ζένιος ανέφερε ότι το πόρισμα της Επιτροπής «πάσχει από δύο αδυναμίες, που μας εμποδίζουν από το να μάθουμε». Υποστήριξε ότι το πόρισμα (α) δεν εξετάζει ενδελεχώς τα τεκμήρια και ιδιαίτερα τα οικονομικά δεδομένα, δηλαδή δεν στηρίζεται σε εγκληματολογική ανάλυση και (β) «πέρασε στην απονομή γενικών πολιτικών ευθυνών υπερπηδώντας σημαντικές φάσεις στην εξέλιξη της κρίσης».

Σύμφωνα με τον κ. Ζένιο, το πόρισμα αποφαίνεται —εσφαλμένα— ότι η οικονομική κρίση έγινε αισθητή «πρώτα στον τομέα της πραγματικής οικονομίας και ακολούθως στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».

Επίσης, τονίζει ότι τα ζητήματα δεν είναι μόνο δημοσιονομικά και αναφέρεται σε «φαύλο κύκλο αλληλεξάρτησης τραπεζών και δημοσιονομικών».