Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από την S&P σε Β- με σταθερές προοπτικές αποτελεί την καλύτερη και σαφέστερη ένδειξη ότι έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας, και τον μετασχηματισμό της σε οικονομία ΑΑΑ μέχρι το 2020, αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στο αποτέλεσμα αυτό είναι αφενός ...η αποφασιστικότητα που επέδειξε τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής υπερβαίνοντας τις οικονομικές και πολιτικές αντιξοότητες που το συνοδεύουν, και αφετέρου η αναμφισβήτητη έκφραση της κοινοτικής αλληλεγγύης να στηριχθεί η Ελλάδα εντός του Ευρώ από τους εταίρους της στην ευρωζώνη.
Μέχρι τέλους του 2014, η Ελλάδα θα έχει λάβει 236,8 δισ. χρηματοδοτικής βοήθειας, εκ των οποίων τα 197,6 δισ. από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και μετά την δόση των 52,4 δισ., τα χρήματα που απομένουν να εισπραχθούν το 2013-2014 είναι μόλις 35,8 δισ., η προσήλωση στην εφαρμογή του προγράμματος είναι η μόνη διέξοδος που εξασφαλίζει την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και την πρόσβαση στις αγορές από το 2015 εφόσον έχει αποκατασταθεί πλήρως μέχρι τότε η αξιοπιστία των αποφάσεων οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Σημειώνεται, επίσης, ότι για την επαναφορά της χώρας μας στις τάξεις των ευνομούμενων οικονομιών θα πρέπει το επόμενο διάστημα να δοθεί προτεραιότητα στην αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας στην οικονομία.
Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών είναι το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, που θα ενισχυθεί περαιτέρω με την επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.
Οιαδήποτε προσπάθεια, λοιπόν, άντλησης χρηματοδότησης για την κάλυψη των ελλειμμάτων του δημοσίου με την έκδοση εντόκων γραμματίων και την απορρόφηση τους από τις ελληνικές τράπεζες, είναι αντιπαραγωγική.
Εάν τηρείται απαρέγκλιτα το πρόγραμμα προσαρμογής, όλες οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου καλύπτονται πλήρως από την χρηματοδοτική βοήθεια.
Ως εκ τούτου, οιαδήποτε χρήση έντοκων γραμματίων του δημοσίου, pari passu, θα στερεί πόρους από την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και, σε τελική ανάλυση, από την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Θετική για το νέο φορολογικό νομοσχέδιο
Το νέο Φορολογικό Νομοσχέδιο περιέχει στοιχεία που μπορεί να το χαρακτηρίσουν ως το πρώτο σωστό βήμα προς μια πραγματική φορολογική μεταρρύθμιση:
α) Εκλογικεύει το σύστημα φορολογίας των χαμηλόμισθων μισθωτών, ιδιαίτερα εκείνων που αποκτούν εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις έως 20.000 ετησίως που ανέρχονταν το 2011 σε 3,2 εκατ.
β) Καταργεί μια μεγάλη σειρά φορολογικών απαλλαγών και εκπτώσεων φόρου που περέχονταν αδιαφανώς και ανεξαρτήτως ύψους εισοδήματος και ενισχύει τις οικογένειες με εξαρτημένα παιδιά με ικανοποιητικά επιδόματα.
γ) Επιχειρεί την αύξηση των φορολογικών εσόδων από τους μη-μισθωτούς που έως τώρα συνέβαλαν ελάχιστα στα έσοδα του κράτους.
δ) Επιχειρεί την εκλογίκευση της φορολογίας εισοδήματος κεφαλαίου.
ε) Επιδιώκει την καθαρή αύξηση των εσόδων του κράτους κατά 1 δισ. περίπου στα επόμενα δύο έτη, όπως προβλέπεται από τις υποχρεώσεις της χώρας για περαιτέρω προώθηση της απολύτως αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ειδικότερα, πρώτον, γίνεται η διάκριση του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες από το εισόδημα που αποκτάται από ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα (από μη-μισθωτούς), καθώς και του εισοδήματος από ακίνητα. Με αυτό τον τρόπο γίνεται μια νέα προσπάθεια για τον περιορισμό της τεράστιας ανισότητας που παρατηρείται έως σήμερα με δυσανάλογα μεγάλη φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών και με ελάχιστη επιβάρυνση των πραγματικών εισοδημάτων (όχι αυτών που δηλώνονται στην εφορία) που αποκτώνται από μη-μισθωτούς.
Δεύτερον, απλοποιείται η φορολογική κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων. Περιορίζονται σε τρείς οι φορολογικές κλίμακες (22%, 32% και 42%), καθιερώνεται έκπτωση φόρου (2.100 για εισοδήματα έως 21.000 και μειούμενη έκπτωση για υψηλότερα εισοδήματα έως 42.000) που ουσιαστικά απαλλάσσει από την φορολογία εισοδήματος άνω των 4,5 εκατ. φορολογουμένων και περιορίζει την φορολογική επιβάρυνση σε επιπλέον 2,5 εκατ. φορολογούμενους με φορολογητέο εισόδημα κάτω των 20.000.
Τρίτον, επιδιώκεται η διεύρυνση της φορολογικής βάσης:
i) μέσω του περιορισμού των διάχυτων, και αδιαφανών έως σήμερα, φορολογικών απαλλαγών και εκπτώσεων,
ii) μέσω του εξορθολογισμού της διαδικασίας προσδιορισμού των εισοδημάτων από μισθωτές υπηρεσίες που περέχονταν έως σήμερα από θεωρούμενους μη-μισθωτούς,
iii) μέσω της θέσπισης της υποχρέωση των φορολογουμένων να δηλώνουν όλα τα εισοδήματά τους τόσο αυτά που έχουν φορολογηθεί αυτοτελώς όσο και αυτά που πρόκειται να φορολογηθούν, έτσι ώστε επί του συνόλου να επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά του 1% έως 4%, κ.ά.
Τέταρτον, επιχειρείται η εκλογίκευση του φόρου εισοδήματος κεφαλαίου και μειώνονται οι συντελεστές απόσβεσης πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Ειδικότερα, αυξάνεται ο συντελεστής φορολογίας των κερδών από 20% σε 26% και μειώνεται ο συντελεστής επί των διανεμομένων κερδών από 25% σε 10%.
Ο τελικός φορολογικός συντελεστής στα κέρδη αν και μειώνεται σε 33,4% από περίπου 40% που ήταν στο σύστημα που ίσχυε έως το 2012, παραμένει συγκριτικά με άλλες γειτονικές χώρες σε υψηλό επίπεδο και συμβάλλει ελάχιστα στην τόνωση της αναπτυξιακής διαδικασίας που τόσο έχει ανάγκη η χώρα τα επόμενα χρόνια.