Tου Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου
Στην διεθνή θεωρία και πρακτική υπάρχουν τρεις κύριες προσεγγίσεις, εξετάζοντας τη νομική φύση του δημόσιου χρέους και την αδυναμία αποπληρωμής του:
Η πρώτη προσέγγιση, που υιοθετείται από το ΔΝΤ και την πλειοψηφία των αγγλόφωνων θεωρητικών, αντιμετωπίζει.... το χρέος ως μία συνηθισμένη εμπορική σχέση, που σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του εφαρμόζεται το πτωχευτικό δίκαιο. Πρωταρχικός της στόχος, είναι η εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών-δανειστών. Συνεπώς, τα κράτη υποχρεούνται να λάβουν όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλισθεί η αποπληρωμή του χρέους.
Η δεύτερη προσέγγιση, θεωρούμενη ως επικρατούσα, δέχεται ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα άρνησης ή αναστολής πληρωμής του χρέους, αν επικαλεσθούν την ‘κατάσταση ανάγκης’. Αυτή η θέση, υιοθετήθηκε και από την ‘Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου’ του ΟΗΕ (1980 και 1983) και από το ‘Διεθνές Δικαστήριο’ της Χάγης. Δηλαδή τα κράτη, μέσα στα πλαίσια άσκησης της κρατικής τους κυριαρχίας, μπορούν να αρνηθούν την αποπληρωμή δανείων, εφόσον είναι ο μόνος τρόπος για να επιτύχουν την εξασφάλιση των ζωτικών τους συμφερόντων έναντι άμεσων και επικείμενων κινδύνων. Π.χ. με βάση αυτό το νομικό–πολιτικό πλαίσιο, η Αργεντινή κήρυξε την κατάσταση ‘έκτακτης ανάγκης στην κοινωνική, διοικητική, οικονομική και συναλλαγματική πολιτική’ αναστέλοντας την πληρωμή του εξωτερικού χρέους και επιτυγχάνοντας την επαναδιαπραγμάτευσή του που οδήγησε στην διαγραφή του 70% της αξίας του. Οι πράξεις αυτές της Αργεντινής, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων θεωρητικών των ΗΠΑ, κρίθηκαν ως σύννομες σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο από εθνικά και διεθνή δικαστήρια.
Η τρίτη προσέγγιση, θεωρούμενη ως η ριζοσπαστικότερη, ανατρέχει στο ιστορικό παράδειγμα της διαγραφής όλων των τσαρικών χρεών από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης το 1921. Αιτιολογήθηκε από τον Β.Ι.Λένιν με το σκεπτικό ότι ‘κανένας λαός δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει την αξία αυτών των αλυσίδων που ο ίδιος ο λαός φορούσε στη διάρκεια των αιώνων’. Κατά την μεταπολεμική περίοδο, αναδείχθηκε το αίτημα των χωρών του τρίτου κόσμου για διαγραφή των χρεών τους, κινούμενο στο πλαίσιο του κινήματος για δικαιότερη διεθνή οικονομική τάξη. Αυτό, υιοθετήθηκε από την Καθολική Εκκλησία (1980) και από την ‘Αρμοστεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα’ του ΟΗΕ (1998). Το βασικότερο επιχείρημα αυτής της προσέγγισης, είναι ότι δεν πρέπει να αποπληρώνεται το ‘απεχθές’ χρέος.
Παρότι στον προσδιορισμό της έννοιας του ‘απεχθούς’ χρέους δεν υπάρχει ομοφωνία, είναι ευρύτερα δεκτός ο ορισμός πού έδωσε ο Ρώσος διεθνολόγος Alexander Shack (1927) που εισήγαγε την έννοια στο διεθνές δίκαιο. Συγκεκριμένα, ως ‘απεχθές’ ορίζεται εκείνο το χρέος που είναι σε βάρος του λαού μιας χώρας, στο οποίο δεν υπήρξε συναίνεση του λαού και ήταν σε γνώση των πιστωτών. Η έμπρακτη εφαρμογή του στις διεθνείς σχέσεις, ως συγκεκριμένη περίπτωση σύνδεσης θεωρίας και πράξης, δικαιώθηκε στην περίπτωση επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους του Ισημερινού (2008). Βέβαια η ‘ντε φάκτο’ εφαρμογή του είχε προηγηθεί σε διενέξεις από τον 19ο αιώνα μέχρι το τέλος του 20ου.
Στην διευρυμένη έννοια του ‘απεχθούς’ χρέους, εντάσσονται όλα τα δάνεια που παραβιάζουν αρχές του διεθνούς δικαίου (άδικος πλουτισμός, κατάχρηση δικαιώματος, δόλος, τοκογλυφία, βλάβη, υπερβολικό κόστος δανεισμού, χρήσης ή απειλής χρήσης βίας κλπ) και όχι απαραίτητα, όπως διατείνονται κάποιοι, τα δάνεια προς δικτατορικά καθεστώτα μόνο. Αυτό απορρέει από την χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, την Διεθνή Σύμβαση για τα Πολιτικά Δικαιώματα, την Σύμβαση για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, την Διακήρυξη για το Δικαίωμα στην Ανάπτυξη, την Συνθήκη της Βιέννης που διέπει το δίκαιο των διεθνών συμβάσεων κλπ.
Είναι απαραίτητο όμως, να αποδειχθεί ότι ο δανεισμός δεν ήταν σε όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού και συνεπώς δεν είχε τη συναίνεσή του. Κατά την διαδικασία ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου, η κυβέρνηση της οφειλέτριας χώρας πρέπει να προβεί σε απόδειξη του γεγονότος ότι πολλά από τα δημιουργηθέντα, από προηγούμενες κυβερνήσεις, χρέη ανήκουν στην κατηγορία του ‘απεχθούς’ χρέους. Οι πιστωτές αντίθετα, πρέπει να αποδείξουν αφενός ότι οι απαιτήσεις τους δεν εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία και αφετέρου ότι έλαβαν υπόψη την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους-οφειλέτη. Αυτό έχει κυρίαρχη σημασία, επειδή στο εθνικό δίκαιο των περισσότερων ευρωπαικών κρατών υπάρχουν διατάξεις που προσδιορίζουν τις ευθύνες των πιστωτών στους όρους και στα όρια του δανεισμού.
Η προσφυγή μιας χώρας σε διαδικασία διερεύνησης του ‘απεχθούς’ χρέους, εκτός του αποτελέσματος της αμφισβήτησης, έχει άμεσες θετικές επιπτώσεις και στην δυναμική της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει βέβαια, το εγχώριο ή διεθνές καθεστώς δικαίου επίλυσης των διαφορών. Οι πολίτες μίας χώρας, μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην έναρξη της διαδικασίας διερεύνησης και στην ανάδειξη των δυνατοτήτων αμφισβήτησης αποπληρωμής του χρέους, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης παρεμβάσεων στη Επιτροπή Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, διευκολύνοντας τη νομική αμφισβήτηση αποπληρωμής του ‘απεχθούς’ χρέους. Κυρίαρχος είναι ο ρόλος, στη διαπίστωση ύπαρξης ‘απεχθούς’ χρέους, του συνολικού ελέγχου του δημόσιου χρέους, ανακαλύπτοντας τους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς δημιουργίας του. Αποκαλύπτεται έτσι, το συνολικό ποσό των δανείων, ο σκοπός τους, οι όροι τους, η χρήση τους, το ποσό αποπληρωμής τους, η προμήθεια τους, το ποσό –μέγεθος μετατροπής ιδιωτικών χρεών σε δημόσια κλπ.
Με αυτό τον τρόπο, θα προσδιορισθεί το άνομο χρέος και θα διαχωρισθεί από το νόμιμο χρέος. Το άνομο χρέος, θα αμφισβητηθεί και θα ακυρωθεί με νομικές και διαφανείς διαδικασίες και θα μπορέσει να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση της αποπληρωμής μέρους ή όλου του νόμιμου χρέους με ευνοϊκούς όρους (μη συντρέχουσας ‘κατάστασης ανάγκης’).
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η πράξη της άρνησης πληρωμής του χρέους αποτελεί έννομη πράξη. Αρκετές χώρες, κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, έχουν προσφύγει σε αυτή, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας που έχει κηρύξει ήδη τέσσερις επίσημες πτωχεύσεις. Οι πιστωτές βέβαια, έχουν το δικαίωμα προσφυγής στα διεθνή ή εσωτερικά δικαστήρια των χωρών, διεκδικώντας την αποπληρωμή του χρέους.
Από την εξέταση της σχετικής διεθνούς εμπειρίας και των πολιτικών αντιμετώπισης χρέους, είτε μέσω αναδιαρθρώσεων είτε μέσω στάσης πληρωμών, εξάγονται πολύτιμα συμπεράσματα για την χάραξη και καθορισμό συγκεκριμένης πολιτικής.
Μία ειδική μελέτη της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας (2008), συμπεραίνει ότι τα κράτη που προχώρησαν σε προληπτική αναδιάρθρωση χρέους είχαν μικρότερη μείωση του ΑΕΠ με σχετικά μικρό ‘κούρεμα’ του χρέους, επιτυγχάνοντας όμως σημαντική επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησής του.
Σε αντίθεση, χώρες που προέβησαν σε στάση πληρωμών και κατόπιν σε αναδιάρθρωση, επέτυχαν μεγαλύτερο ‘κούρεμα’ του χρέους. Αποδεικνύεται στατιστικά, ότι οι χώρες που πραγματοποίησαν στάση πληρωμών επέτυχαν μείωση του χρέους μεσοσταθμικά κατά 41,8%, ενώ οι χώρες που προέβησαν σε προληπτική αναδιάρθρωση χρέους επέτυχαν αντίστοιχη μεσοσταθμική μείωσή του κατά μόλις 19,2%.
Ακόμη οι χώρες με στάση πληρωμών, είχαν μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ της τάξης του 7,5%, αλλά και θεαματική ανάκαμψη το επόμενο έτος της τάξης του 6%, ενώ αντίθετα οι χώρες που προέβησαν σε προληπτική αναδιάρθρωση είχαν μικρότερη πτώση του ΑΕΠ 3,6%, αλλά και μικρότερη ανάκαμψη κατά μόλις 1%. Τα κράτη όμως που έκαναν προληπτική αναδιάρθρωση του χρέους, εξήλθαν γρηγορότερα στις αγορές σε σχέση με αυτά που προχώρησαν σε στάση πληρωμών κ.λ.π.
(Το άρθρο αυτό γράφηκε την 14/5/2012, αλλά θεωρούμε ότι είναι διαχρονικά επίκαιρο)
* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική-χρηματοοικονομική) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων, email : nikokal02@yahoo.gr, site :www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com